διαδόσιμος

διαδόσιμος
-η, -ο (Α διαδόσιμος, -ον)
1. αυτός που μπορεί να διαδοθεί, να γενικευθεί
2. (για νόσους) αυτός που μεταδίδεται, ο κολλητικός
αρχ.
αυτός που γίνεται γνωστός με τη διάδοση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”